πενταστομος

πενταστομος
    πεντάστομος
    πεντά-στομος
    2
    с пятью устьями
    

(ποταμός Her., Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πενταστομος" в других словарях:

  • πεντάστομος — with five mouths masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάστομος — η, ο / πεντάστομος, ον ΝΑ (ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῡ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στομος (< στόμα), πρβλ. δί στομος] …   Dictionary of Greek

  • πεντάστομον — πεντάστομος with five mouths masc/fem acc sg πεντάστομος with five mouths neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταστόμου — πεντάστομος with five mouths masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»